στιλπνά

στιλπνά
στιλπνός
glittering
neut nom/voc/acc pl
στιλπνά̱ , στιλπνός
glittering
fem nom/voc/acc dual
στιλπνά̱ , στιλπνός
glittering
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… …   Dictionary of Greek

  • σαπινδίδες — (Sapindaceae). Οικογένεια δέντρων. Είναι ιθαγενή της Άπω Ανατολής, συγγενικά με τις ιπποκαστανίδες, που, μαζί με τις οικογένειες των Ανακαρδιιδών, των Ακεριδών, των Ρουτιδών ή, κατ’ άλλους, των Σταφυλεϊδών, ανήκουν στην τάξη των σαπινδωδών… …   Dictionary of Greek

  • τυφλωπίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια οφιδίων στην οποία ανήκουν μικρά φίδια με υποτυπώδεις οφθαλμούς, τα οποία μοιάζουν με στιλπνά σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlopidae (< τυφλώψ* + ίδες)] …   Dictionary of Greek

  • ακανθίδια — Τάξη ψαριών που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Μορφολογικά βρίσκονται ανάμεσα στους καρχαρίες και τους οστεϊχθύες. Διαφέρουν από τους καρχαρίες στην υοειδή βραγχική σχισμή, στο ότι έχουν λεία και στιλπνά λέπια, πραγματικό οστέινο σκελετό και… …   Dictionary of Greek

  • ασπιδόσπερμα — (aspidosperma). Ρωμαλέο δέντρο της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενές της δυτικής Αργεντινής. Έχει λευκάζοντα και ευθύ κορμό, με νεαρούς λεπτούς βλαστούς που κλίνουν προς τα κάτω, όπως της κρεμοκλαδούς ιτιάς. Τα φύλλα της είναι επιμήκη, στιλπνά …   Dictionary of Greek

  • γλιτσίνα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία βισταρία η σινική.Είναι αναρριχητικός θάμνος της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών. Κατάγεται από την Κίνα. Η αντοχή, η ευρωστία και η εντυπωσιακή ανθοφορία της καθιστά τη γ. χρήσιμη στους κήπους ως… …   Dictionary of Greek

  • ερεικίδες — (ericaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των δικεράτων, που περιλαμβάνει μικρούς θάμνους ή φρύγανα με ακέραια και αειθαλή φύλλα. Έχουν κανονικά και σπάνια ζυγόμορφα άνθη, ελεύθερα ή συμφυή σέπαλα και πέταλα με στεφάνη σωληνοειδή, κωδωνοειδή ή… …   Dictionary of Greek

  • καλαθέα — (Calathea). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των μαραντιδών. Περιλαμβάνει περίπου 60 είδη, τα οποία έχουν ζυγόμορφα άνθη κατά ταξιανθίες, ρίζωμα και φύλλα με μακρύ μίσχο. Φυτρώνουν σε τελματώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Αμερικής… …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”